μυθάριον

μυθάριον
μυθάριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυθαρίοις — μυθάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθαρίου — μυθάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθαρίων — μυθάριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθαρίῳ — μυθάριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθάρια — μυθάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθάριο — το (ΑΜ μυθάριον) [μύθος] (με επιτιμητική σημ.) μικρός μύθος, παραμυθάκι νεοελλ. ψευδής αφήγηση ή ψευδής διάδοση η οποία αφορά σε κάποιον ή σε κάποιο γεγονός («διέδωσαν αυτά τα μυθάρια για να μέ συκοφαντήσουν») …   Dictionary of Greek

  • μυθαρεύομαι — (ΑΜ) λέγω, ομιλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μυθάριον (< μῦθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”